- τζίτζυφο
- το, Νβοτ. βλ. τζίτζιφο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζίζυφο — και τζίτζυφο, το (AM ζίζυφον) ο καρπός τού δέντρου ζίζυφος, κν. τζιτζυφιά, γλυκός καρπός που έχει μέγεθος μικρής ελιάς με ξυλώδη πυρήνα και χρώμα ερυθροκίτρινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. από την ελλ. λ. προέρχεται το γαλλ. jujube] … Dictionary of Greek
ζίζυφος — και ζιζυφιά και τζιτζυφιά, η [ζίζυφο] βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών ραμνοειδών, τού οποίου καρπός είναι το τζίτζυφο … Dictionary of Greek
ζιζουλά — ζιζουλά, τὸ (Α) ζίζυφον*, τζίτζυφο … Dictionary of Greek
τζίτζιφο — και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Ν βοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού αρχ. ζίζυφον] … Dictionary of Greek
τζιννιά — η, Ν βοτ. η ζίννια, γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη ποωδών φυτών και θάμνων τής Κεντρικής και τής Νότιας Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίννια (για την τροπή τού… … Dictionary of Greek
τζοχός — ο, Ν βοτ. ο ζοχός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τής λ. ζοχός* (για την τροπή τού ζ σε τζ , πρβλ. ζίζυφο: τζίτζυφο)] … Dictionary of Greek